- πρωτοστέφανος
- -η, -ο / πρωτοστέφανος, -η, -ον, ΝΜνεοελλ.αυτός που στεφανώνεται, που παντρεύεται για πρώτη φοράμσν.αυτός που στέφεται πρώτος, που τιμάται ή βραβεύεται πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -στέφανος (< στεφάνι)].
Dictionary of Greek. 2013.